παράκουσμα

παράκουσμα
το, -ατος
λαθεμένη ακουστική αντίληψη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παράκουσμα — thing heard amiss neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκουσμα — τὸ, ΝΑ [παρακούω] λαθεμένη ακουστική αντίληψη, εσφαλμένο άκουσμα αρχ. 1. ψεύτικη διήγηση 2. (για φιλοσ. δοξασίες) αμφίβολος λόγος 3. στον πληθ. τὰ παρακούσματα οι παρανοήσεις που οφείλονται σε ελαττωματική ακοή …   Dictionary of Greek

  • παρακουσμάτων — παράκουσμα thing heard amiss neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακούσμασι — παράκουσμα thing heard amiss neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακούσμασιν — παράκουσμα thing heard amiss neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακούσματα — παράκουσμα thing heard amiss neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακούσματος — παράκουσμα thing heard amiss neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακουσμάτιον — τὸ, Α [παράκουσμα] υποκορ. τού παράκουσμα …   Dictionary of Greek

  • ακροαματισμός — ο το να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • παράκουση — ή, ΝΜΑ [παρακούω] η παρακουσία μσν. λαθεμένο άκουσμα, παράκουσμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”